πανωτοίχι

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Greek Monolingual

το
το επάνω μέρος του τοίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάνω + τοίχος].