γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
-ον, Μαυτός που εκδίδει απόφαση κατά παράβαση του δικαίου, αυτός που κρίνει άδικα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -δικος (< δίκη)].