παράδικος

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που εκδίδει απόφαση κατά παράβαση του δικαίου, αυτός που κρίνει άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -δικος (< δίκη)].