παρακάββαλεν

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao. ép. sync. de παρακαταβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

παρακάββαλεν: эп. 3 л. sing. aor. 2 к παρακαταβάλλω.