παρακαίρως

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
à contretemps ; avec excès.
Étymologie: παράκαιρος.

Russian (Dvoretsky)

παρακαίρως: досл. не ко времени, перен. не в меру (πλοῦτον ἀγαπᾶν Isocr.).