παρακαίρως

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
à contretemps ; avec excès.
Étymologie: παράκαιρος.

Russian (Dvoretsky)

παρακαίρως: досл. не ко времени, перен. не в меру (πλοῦτον ἀγαπᾶν Isocr.).