παραπονετικός

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

-ή, -ό παραπονούμαι
αυτός που εκφράζει παράπονο, αυτός που λέγεται ή γίνεται με παράπονο.
επίρρ...
παραπονετικά
με παράπονο.