παραπονετικός

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό παραπονούμαι
αυτός που εκφράζει παράπονο, αυτός που λέγεται ή γίνεται με παράπονο.
επίρρ...
παραπονετικά
με παράπονο.