παρεμπιπτόντως

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. κατά παρέμβαση στο κυρίως θέμα, σαν σε παρένθεση, εκτός θέματος
2. συμπτωματικά, όχι προγραμματισμένα, τυχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμπίπτων, -οντος, μτχ. του ρ. παρεμπίπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].