παρεμπιπτόντως
From LSJ
επίρρ.
1. κατά παρέμβαση στο κυρίως θέμα, σαν σε παρένθεση, εκτός θέματος
2. συμπτωματικά, όχι προγραμματισμένα, τυχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμπίπτων, -οντος, μτχ. του ρ. παρεμπίπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].