παρθενογέννητος
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
παρθενογέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Λεόντ. Βυζάντ. Ι, 1716 Α.
-ον, Μ
παρθενογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + γεννῶ].