παρτιτούρα

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

η
η καταγραφή, σε χειρόγραφη ή τυπωμένη μορφή, ενός μουσικού έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. partitura < partito μτχ. του ρ. partire «μοιράζω, φεύγω» < λατ. partio «μοιράζω»].