παρόλα

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source

Greek Monolingual

η
1. λόγος απερίσκεπτος, χωρίς αξία, κενή φλυαρία
2. καυχησιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parola «λέξη, λόγος» (βλ. λ. πάρλα)].