πεζογραφικός
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζογράφο ή στην πεζογραφία.
επίρρ...
πεζογραφικώς
με πεζογραφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Χ. Παμπούκη].