πειραχτικός
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
Greek Monolingual
και πειρακτικός, -ή, -ό πειράζω
αυτός που αρέσκεται να πειράζει, να ενοχλεί τους άλλους, ειρωνικός, χλευαστικός, σκωπτικός, πειραχτήριο.
επίρρ...
πειραχτικά και πειρακτικά
με τρόπο πειραχτικό, ειρωνικά, χλευαστικά.