οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
-ουν, Α(ως επίθ. πιθ. του Ερμού) αυτός που πείθει τον νου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι- (< πείθω, πρβλ. πεῖσις[II]), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + νοῦς.