τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain
-α, -ικο, θηλ. και πεισματάρισσααυτός που έχει πολύ πείσμα, πείσμονας, ισχυρογνώμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πείσμα (Ι), -ατος + κατάλ. -άρης (πρβλ. νοικάρης)].