πεισματάρικος

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535

Greek Monolingual

-η, -ο πεισματάρης
αυτός που λέγεται ή γίνεται με πείσμα, πεισματικός.