πεισματικός
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
πεισματική, πεισματικόν, like a cable: metaph., pertinacious, PMasp.97 ii 43(vi A. D.), Eust.1927.7.
German (Pape)
[Seite 547] = πεισμάτιος, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πεισμᾰτικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς καλῴδιον· μεταφορ., πεισματώδης, ἐπίμονος, Εὐστ. 1927. 7. - Επίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πεισματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[πείσμα]], -ατος (Ι)]
αυτός που επιμένει σταθερά και επίμονα σε κάτι, πεισματάρικος, επίμονος
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεισματικά
λόγοι ή πράξεις πεισματικές, πείσματα
2. (το ουδ. πληθ. στην αιτ. ως επίρρ.) πεισματικά
με πείσμα, με επιμονή, με ισχυρογνωμοσύνη
μσν.
1. όμοιος με χοντρό σχοινί, με καραβόσκοινο
2. μτφ. ο πεισματάρης, ο επίμονος.
επίρρ...
πεισματικώς / πεισματικῶς ΝΜΑ, πεισματικά Ν
με πείσμα, με ισχυρογνωμοσύνη, πολύ επίμονα.