πενταπέταλος

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

-η, -ο
βοτ. (για άνθη) αυτός που έχει στεφάνη που αποτελείται από πέντε πέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πέταλος (< πέταλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Μ. Θ. Χαιρέτη].