περιέργως
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
French (Bailly abrégé)
adv.
avec une curiosité indiscrète.
Étymologie: περίεργος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. περίεργος.
Russian (Dvoretsky)
περιέργως: из праздного любопытства (ἐκπυνθάνεσθαι τὰς αἰτίας Plut.).