περιγελαστικός

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν περιγελαστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περιγελαστή ή στο περιγέλασμα.