περιγελαστικός

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν περιγελαστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περιγελαστή ή στο περιγέλασμα.