περικυλίνδω
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
German (Pape)
[Seite 581] auch περικυλινδέω, umwälzen; περικυλίσας, Ar. Pax 7; περικυλινδεῖσθαι, Plat. Legg. X, 893 e.
Greek Monolingual
-έω, Α κυλίω κάτι ολόγυρα, περιστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κυλινδῶ «κυλώ»].