ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death
adv.avec une ardeur extrême.Étymologie: περιοργής.
περιοργῶς: в гневе, тж. страстно (ἐπιθυμεῖν Aesch.).