περουζές

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

και περουτζές, ο, Ν
ο πολύτιμος λίθος κάλλαϊς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. peruze].