πευκοδάσος

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

το, Ν
δάσος από πεύκα, πευκώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + δάσος.