πευκώνας

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

Greek Monolingual

ο / πευκών, -ῶνος, ΝΜΑ
δάσος με πεύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. αμπελ-ών / -ώνας)].