ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
το, Ν πηλοφόρος1. ξύλινο σκεύος με το οποίο οι εργάτες μεταφέρουν πηλό, λάσπη στους χτίστες2. φρ. «δουλεύει πηλοφόρι» — είναι βοηθός κτίστη.