λάσπη
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
η (Μ λάσπη)
μίγμα χώματος και νερού, πηλός
2. η ιλύς τών δεξαμενών, τών ποταμών και τών λιμνών
νεοελλ.
τεχνητό μίγμα συγκείμενο από νερό και χώμα, με προσθήκη αχύρων ή τριχών, ή από νερό, ασβέστη, άμμο, τσιμέντο, γύψο κ.λπ., που χρησιμοποιείται ως συνδετική ύλη τών πλιθιών ή τών τούβλων, τών πλακών, τών προκατασκευασμένων και άλλων υλικών τοιχοποιίας
2. η υποστάθμη του κρασιού που σχηματίζεται στα βαρέλια από τα υπολείμματα της ρητίνης
3. πολτώδης μάζα («το ψωμί είναι λάσπη»)
4. φρ. α) «λάσπη η δουλειά» — λέγεται για προσπάθεια που απέτυχε
β) «το 'κοψε λάσπη» — έφυγε κρυφά και γρήγορα, το 'σκασε
γ) «ζη στη λάσπη» ή «έπεσε στη λάσπη» — βρίσκεται σε κατάσταση που δεν αρμόζει στον εαυτό του, βρίσκεται σε ηθική κατάπτωση
δ) «βγήκε από τη λάσπη» — ανυψώθηκε σε αξιοπρεπέστερη ζωή ή ανέκτησε την οικονομική του ανθηρότητα
ε) «ρίχνω λάσπη» — λασπολογώ, συκοφαντώ χυδαία, κατασπιλώνω
μσν.
1. βρομιά
2. κακία, πονηρή σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἑλασπίς «έλος» ή, κατ' άλλους, < λάπη (βλ. λάμπη ΙΙ). Η άποψη ότι πρόκειται για ηχομιμητική λ. slap-σλάπη με μετάθεση του σ- δεν φαίνεται πιθανή.
ΠΑΡ. μσν. λασπερός
μσν.- νεοελλ.
λασπώνω
νεοελλ.
λασπουριά, λασπώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. λασπολογώ, λασπόλουτρο, λασπόνερο, λασπόχτιστος].