Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
-ια, -ιο και πιδέξος, -α, -ο, Ν
επιδέξιος, ικανός, άξιος.
επίρρ...
πιδέξια και πηδέξα
1. επιδέξια
2. κατάλληλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιδέξιος με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].