πιθηκικός
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πίθηκο, όμοιος με πίθηκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Α. Σακελλάριο].