πικρόλωτος

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόλωτος Medium diacritics: πικρόλωτος Low diacritics: πικρόλωτος Capitals: ΠΙΚΡΟΛΩΤΟΣ
Transliteration A: pikrólōtos Transliteration B: pikrolōtos Transliteration C: pikrolotos Beta Code: pikro/lwtos

English (LSJ)

πικρόλωτον, of the bitter lotus, σπέρμα Gal.14.159.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόλωτος: -ον, ἐπὶ τοῦ πικροῦ λωτοῦ, πικρολώτου σπέρματος Γαλην. τ. 14, σ. 159, 13.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «πικρολώτου σπέρματος» — σπόρου που προέρχεται από πικρό λωτό.