πιμελέα

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης θυμελαιώδη που είναι ιθαγενή της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και τών Φιλιππίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pimelea (< πιμελή)].