πιμελέα

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης θυμελαιώδη που είναι ιθαγενή της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και τών Φιλιππίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pimelea (< πιμελή)].