πιστοποιητικός
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
Greek Monolingual
-ή, -ό / πιστοποιητικός, -ή, -όν, ΝΑ πιστοποιώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πιστοποίηση ή αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πιστοποιητικό
βλ. πιστοποιητικό.