πλατέα

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

French (Bailly abrégé)

fém. ion. de πλατύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατέα Ion. f. van 1. πλατύς.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτέα: ион. f к πλατύς.