ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
η, Ν πλοιοκτήτης(νομ.) αυτοτελής επιχειρηματική εκμετάλλευση ενός πλοίου από τον κύριό του, που μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο.