πολεμοκάπηλος

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που δημιουργεί πολεμική ψύχωση για ιδιοτελείς σκοπούς, έμπορος πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιοκάπηλος)].