πολεμοπαθής
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
-ές, Ν
αυτός που υπέστη ζημιές από τον πόλεμο χωρίς να μετάσχει ενεργά σε αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -παθής (< πάθος), πρβλ. πλημμυροπαθής].