πολυαύλαξ

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια
2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. ολιγαύλαξ)].