Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)
ὁ, ἡ, Α1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. ολιγαύλαξ)].