πολυφαγάς

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. πολυφαγού, ουδ. -άδικο, Ν
αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες φαγητού ή αυτός που τρώει πολύ συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φαγάς].