πολύκτονος

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Russian (Dvoretsky)

πολύκτονος: состоящий во множестве убийств (σίνος Aesch. - v. l. πολυκτόνος).