ποταμίδα

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η νερόκοτα
2. περιοχή κοντά σε ποτάμι κατάλληλη για κηπευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός/ ποτάμι + επίθημα -ίδα].