ποταμογενής

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που γίνεται, που σχηματίζεται από τον ποταμό, ο προσχωσιγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θεο-γενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Αντ. Κορδέλλα].