upper
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English > Greek (Woodhouse)
adjective
the upper city: P. ἡ ἄνω πόλις·
get the upper hand, v.: P. and V. κρατεῖν, κρείσσων εἶναι, P. ἐπιπολάζειν, πλεονεκτεῖν.
having the upper hand, adj.: P. καθυπέρτερος, V. ὑπέρτερος.