πούντα
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Greek Monolingual
και πόντα και μπούντα, η, Ν
1. βαρύ πνευμονικό κρυολόγημα
2. άκρο ακρωτηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. punta «άκρη, κρυολόγημα, πλευρίτωμα»].