πούντα

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

και πόντα και μπούντα, η, Ν
1. βαρύ πνευμονικό κρυολόγημα
2. άκρο ακρωτηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. punta «άκρη, κρυολόγημα, πλευρίτωμα»].