πούντα
From LSJ
Greek Monolingual
και πόντα και μπούντα, η, Ν
1. βαρύ πνευμονικό κρυολόγημα
2. άκρο ακρωτηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. punta «άκρη, κρυολόγημα, πλευρίτωμα»].
και πόντα και μπούντα, η, Ν
1. βαρύ πνευμονικό κρυολόγημα
2. άκρο ακρωτηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. punta «άκρη, κρυολόγημα, πλευρίτωμα»].