γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
-η, -ο, Ναυτός που μπορεί να πραγματοποιηθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].